εωσφορικός

εωσφορικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εωσφόρο, ο διαβολικός, ο σατανικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑωσφόρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1797 στον Αλέξ. Κάλφογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”